δισεκατομμυριούχος

δισεκατομμυριούχος
ο
αυτός που έχει περιουσία δισεκατομμυρίων, ο πάμπλουτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δισεκατομμυριούχος — ο, η 1. αυτός που έχει περιουσία ενός δισεκατομμυρίου και άνω 2. βαθύπλουτος, πολύ πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κλερ, Ρενέ — (René Clair, Παρίσι 1898 – 1981). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου σκηνοθέτη, σεναριογράφου και ηθοποιού Ρενέ Λισιέν Σομέτ (René LucienChomette). Ήταν συνδεδεμένος στενά με τους πνευματικούς κύκλους του Παρισιού. Το 1920 δέχτηκε να εμφανιστεί,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”